γριγρί

γριγρί
το мор. рыболовецкое судно (оборудованное для ночного лова)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γριγρί" в других словарях:

  • γριγρί — το (λ. τουρκ.), άκλ., αλιευτικό πλοιάριο με πυροφάνι στην πλώρη: Βγήκαν τα γριγρί μόλις έπεσε η νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γριγρί — το αλιευτικό συγκρότημα που αποτελείται από ένα μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος (τρεχαντήρι) και τουλάχιστον ένα δεύτερο βοηθητικό, το οποίο ρυμουλκείται από το πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gir gir] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»